- πικροκούκι
- το, Ντο γνωστό με τη λόγια ονομασία νομευτικό φυτό πελεκίνος ο στεφανίσκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
πικρολόβι — το, Ν το πικροκούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + λοβός] … Dictionary of Greek
λούπινο — το (λ. ιταλ.), είδος οσπρίου, το πικροκούκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)